τέλος, το, ουσ. [<αρχ. τέλος], το τέλος. 1. το τελευταίο σημείο κάθε πράγματος ή κάθε υπόθεσης, το τέρμα. (Τραγούδι: φύγε απ’ τη ζωή μου, είσ’ η καταστροφή μου, απ’ την καρδιά το βέλος μας έσπασε και τέλος). 2. ο θάνατος: «μόλις κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος του, συνέταξε τη διαθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: ξημέρωσε η Κυριακή και βρέθηκα στη φυλακή, της τύχης μου ήταν γραφτό το τέλος μου να είν’ αυτό). 3. δηλώνει οριστική απόφαση διακοπής κάποιας κακιάς συνήθειας: «τέλος με τα ποτά || τέλος το τσιγάρο || τα ξενύχτια τέλος». 4. δηλώνει τον οριστικό αποτέλεσμα: «μ’ αυτό το εντομοκτόνο, τέλος τα κουνούπια και οι κατσαρίδες || μ’ αυτό το φάρμακο, τέλος ο πόνος στο στομάχι». 5. ως επίρρ., καταλήγοντας, τελικά: «τέλος, ο πρόεδρος ζήτησε ν’ αρχίσει η ψηφοφορία». (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- απ’ την αρχή ως το τέλος, βλ. λ. αρχή·
- βάζω ένα τέλος ή βάζω τέλος, βλ. φρ. δίνω ένα τέλος·
- βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή βρίσκεται στα τέλη της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- δε βρίσκω ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, λέγεται σε άτομο που δίνει μεγάλη έκταση σε ένα δυσάρεστο γεγονός, χωρίς να υπάρχει τόσο σπουδαίος λόγος: «μη στενοχωριέσαι που τράκαρες τ’ αυτοκίνητό σου, δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου»·
- δεν έχει αρχή και τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει τέλος, βλ. φρ. δεν έχει τελειωμό, λ. τελειωμός·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. φρ. δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου·
- δίνω ένα τέλος ή δίνω τέλος, α. τερματίζω κάτι, παύω ή δίνω οριστική λύση: «δώσαμε τέλος στη συνεργασία μας || ο νέος διευθυντής υποσχέθηκε πως θα δώσει τέλος σε κάθε αυθαιρεσία». (Λαϊκό τραγούδι: άνοιξε βαθιά τα στήθια να μου κάψεις την καρδιά, στη μεγάλη αγωνία δώσε τέλος τώρα πια). β. διακόπτω ένα δεσμό ή μία σχέση: «αύριο δίνω τέλος σ’ αυτόν τον ερωτικό δεσμό, που με ταλαιπωρεί πέντε χρόνια || δώσε επιτέλους ένα τέλος σ’ αυτόν το δεσμό!»·
- δουλειά τέλος, βλ. λ. δουλειά·
- δρόμος χωρίς τέλος, βλ. λ. δρόμος·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- είναι στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
- είναι το τέλος μου και η αρχή (μου), (για πρόσωπα) βλ. λ. αρχή· 
- έχει ανοιχτό τέλος, υπάρχει περίπτωση για οποιοδήποτε αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό: «το παιχνίδι της Κυριακής έχει ανοιχτό τέλος, γιατί οι δυο ομάδες είναι ισοδύναμες || δεν μπορείς να υπολογίσεις ποιο κόμμα θα κερδίσει, γιατί αυτές οι εκλογές έχουν ανοιχτό τέλος»·
- είχε άσχημο τέλος, α. πέθανε επώδυνα: «τον παρέσυρε ένα τρένο σε αφύλαχτες διαβάσεις κι είχε άσχημο τέλος ο φουκαράς». β. είχε κακή κοινωνική ή οικονομική κατάληξη: «ήταν παιδί από καλή οικογένεια, αλλά έμπλεξε με παλιοπαρέες κι είχε άσχημο τέλος || του άφησε ο πατέρας του ολόκληρη περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά κι είχε άσχημο τέλος». γ. (για λογοτεχνικά, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα) δεν είχε ευχάριστο τέλος, δεν είχε happy end: «ήταν πολύ καλό έργο, αλλά είχε άσχημο τέλος»·
- είχε κακό τέλος, βλ. φρ. είχε άσχημο τέλος·
- είχε καλό τέλος, (για λογοτεχνικά, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα) είχε ευχάριστο τέλος, είχε happy end: «το έργο έδειχνε πως θα εξελισσόταν σε θρίλερ, αλλά ευτυχώς είχε καλό τέλος»·
- εν τέλει, τελικά, στο τέλος: «μου μιλάς μια ώρα κι εν τέλει δεν κατάλαβα τι ακριβώς θέλεις!»·
- επί τέλους, βλ. λ. επιτέλους·
- (η) αρχή και (το) τέλος, βλ. λ. αρχή·
- η αρχή του τέλους, βλ. λ. αρχή·
- η δουλειά τέλος, βλ. λ. δουλειά·
- καλά τέλη! α. ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άιντε και ή το άντε και. Συνών. καλά στέφανα! / στις χαρές σας! β. ευχή σε κάποιον, ιδίως ηλικιωμένο, να έχει ήρεμο, ήσυχο θάνατο και μέσα σε ανθρώπινες συνθήκες·
- καλό τέλος! ευχή σε κάποιον να τελειώσει εύκολα και με επιτυχία κάτι που άρχισε·
- κοίτα που στο τέλος θα βγούμε συγγενής! βλ. λ. συγγενής·
- μέχρι τέλους, μέχρι το τελευταίο σημείο, ολοκληρωτικά: «όταν είχα προβλήματα, αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε μέχρι τέλους»·
- μηδένα προ του τέλους μακάριζε, μην καλοτυχίζεις κανέναν, πριν δεις το τέλος της ζωής του, γιατί η τύχη του ανθρώπου είναι ευμετάβλητη: «κάποτε ήταν μέγας και τρανός κι όλοι τον ζήλευαν και τον καλοτύχιζαν, αλλά μηδένα προ του τέλους μακάριζε, γιατί του ’ρθαν απανωτές ατυχίες και πέθανε φτωχός και ξεχασμένος». Η φρ. ειπώθηκε από τον Σόλωνα τον Αθηναίο στον Κροίσο, βασιλιά της Λυδίας, όταν ο τελευταίος του έδειχνε καμαρώνοντας τα πλούτη του, κάτι που επαληθεύτηκε, όταν ο Κροίσος ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο·  
- όλα έχουν ένα τέλος, α. όλα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν ή κατέχουμε στη ζωή μας δεν είναι αιώνια, αλλά προσωρινά: «πλούτη και φτώχεια στη ζωή όλα έχουν ένα τέλος». β. συνήθως λέγεται με φιλοσοφική διάθεση με την έννοια πως η ζωή δεν είναι αιώνια·
- παίρνω τέλος, α. ολοκληρώνομαι: «μετά την υπογραφή των συμβολαίων η συνεργασία μας πήρε τέλος». β. διακόπτω κάτι, τελειώνω: «μετά τα τελευταία μαλώματα που είχαμε, ο δεσμός πήρε τέλος»·
- ποιος είμαι τέλος πάντων! αυτοθαυμασμός από άτομο που κατάφερε να φέρει σε αίσιο τέλος κάτι που θεωρούνταν πολύ δύσκολο ή που γενικά έχει πάντα επιτυχίες. Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το ο γιος του πάρ’ τα όλα(;)·
- ποιος είσαι τέλος πάντων! α. θαυμαστική έκφραση σε άτομο που συγκεντρώνει το έντονο ενδιαφέρον της ομήγυρης: «ποιος είσαι τέλος πάντων κι όλοι ασχολούνται μαζί σου!». β. ειρωνική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε άτομο που θεωρεί πως είναι σπουδαίο, ενώ εμείς έχουμε διαφορετική γνώμη: «ποιος είσαι τέλος πάντων και τα θέλεις όλα δικά σου!». Πολλές φορές, και στις δυο περιπτώσεις μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το ο γιος του πάρ’ τα όλα(;)  
- σήμανε το τέλος, α. ολοκλήρωσε κάτι: «η σειρήνα του εργοστασίου σήμανε το τέλος της βάρδιας». β. διέκοψεοριστικάμια κατάσταση, ένα γεγονός το οποίο βρισκόταν σε εξέλιξη, σε διαπραγμάτευση: «οι νέες απαιτήσεις του σήμαναν το τέλος των συνομιλιών, για την επίτευξη μιας συμφωνίας»· 
- σήμανε το τέλος του, ολοκλήρωσε κάτι την αποτυχία, την καταστροφή του: «η ανάμειξη του ονόματός του στο σκάνδαλο σήμανε το τέλος της πολιτικής του καριέρας»·
- στο τέλος ή στο τέλος τέλος, τελικά, εν τέλει: «προηγούνταν με 2-0, αλλά στο τέλος τους νικήσαμε 3-2 || στην αρχή δεν ήθελε να ’ρθει, αλλά στο τέλος ήρθε || ήταν πολύ μαλωμένοι, στο τέλος όμως μόνοιασαν». (Λαϊκό τραγούδι: το παλιό καρνέ μου έχει γεμίσει από διευθύνσεις γυναικών γραμμένες, άλλες να με μπλέξουν κι άλλες να με παίξουν μα στο τέλος βγήκαν όλες γελασμένες
- στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω! ή στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας! βλ. λ. γαμώ·
- στο τέλος τέλος, εκτός των άλλων (είναι και αυτό που ακολουθεί, είναι κι αυτό που σου λέω): «στο τέλος τέλος πρέπει να μάθεις πως όχι μόνο δε σε κατηγόρησε, αλλά σε υπερασπίστηκε κι από πάνω»·
- στο τέλος της ζωής του ή στα τέλη της ζωής του, βλ. λ. ζωή·  
- τέλος εποχής, βλ. λ. εποχή·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, ευχαριστία στο Θεό που μας αξίωσε να τελειώσουμε αίσια μια δουλειά ή μια υπόθεση. Με τη φρ. αυτή έκλεινε παλιότερα ένας συγγραφέας κάποια πνευματική του δημιουργία·
- τέλος καλό, όλα καλά, α. λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για δυσάρεστη κατάσταση που ξεχνιέται, όταν έχει αίσια, ευτυχή κατάληξη: «αφού κατάλαβαν πως με τα πείσματα και τα μαλώματα δε γίνεται τίποτα και ξαναγάπησαν, τέλος καλό, όλα καλά». Ίσως από τις κινηματογραφικές ταινίες με το χάπι εντ, όπου οι πρωταγωνιστές, μετά από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που περνούν, βγαίνουν στο τέλος νικητές κι ευτυχισμένοι (παντρεμένοι). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν χάνεται μια ευκαιρία που είχε δοθεί, για να αλλάξει μια ενοχλητική κατάσταση, όταν τα πράγματα παραμένουν στάσιμα, παρόλο που θα μπορούσαν να είχαν βελτιωθεί, ή όταν δεν υπάρχει καμιά πρωτοτυπία σε μια υπόθεση ή κατάσταση και παραμένουν αρνητικά, όπως τα ξέραμε: «αντί να βάλουν κάτω  για να δουν τι τους χωρίζει, πλακώνονται κάθε τόσο στους καβγάδες τους, εκτονώνονται, πετάνε ύστερα κι ένα συγνώμη κι αυτό ήταν όλο, τέλος καλό, όλα καλά || μήπως περίμενες ν’ αλλάξει τίποτα με την καινούργια κυβέρνηση; Τα κάνανε πλακάκια μεταξύ τους, βάλανε πάλι τους δικούς τους σ’ όλα τα καλά τα πόστα και τέλος καλό, όλα καλά»·
- τέλος πάντων, για να τελειώνει το ζήτημα ή η υπόθεση που μας απασχολεί,  για να τελειώνουμε, τελικά, επιτέλους: «τέλος πάντων, άσε τα πολλά λόγια και πες μου τι θέλεις από μένα! || πότε θα ’ρθει τέλος πάντων! || τέλος πάντων, μπορέσαμε και συνεννοηθήκαμε!». (Λαϊκό τραγούδι: τέλος πάντων πού το πας, μ’ αγαπάς δε μ’ αγαπάς
- τέλος τέλος, ακριβώς εκεί που τελειώνει κάτι: «στάσου τέλος τέλος στο πεζοδρόμιο για να μπορέσω να μετρήσω ακριβώς την απόσταση»·
- το πάω μέχρι το τέλος, βλ. συνηθέστ. φτάνω στα άκρα, λ. άκρο·
- το τέλος της ζωής, ο θάνατος: «λίγο πριν από το τέλος της ζωής του συνέταξε τη διαθήκη του»·
- το τραβώ μέχρι το τέλος, βλ. συνηθέστ. φτάνω στα άκρα, λ. άκρο·
- φτάνω μέχρι το τέλος (κάτι) ή φτάνω ως το τέλος (κάτι), βλ. συνηθέστ. φτάνω μέχρι το τέρμα (κάτι), λ. τέρμα.